- αρισφαλής
- ἀρισφαλής, -ές (Α)1. ο πολύ ολισθηρός2. ο σφαλερός, ο απατηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι-* + -σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρισφαλής — very slippery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλεῖς — ἀρισφαλής very slippery masc/fem acc pl ἀρισφαλής very slippery masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλέα — ἀρισφαλής very slippery neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀρισφαλής very slippery masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλές — ἀρισφαλής very slippery masc/fem voc sg ἀρισφαλής very slippery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλέ' — ἀρισφαλέα , ἀρισφαλής very slippery neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀρισφαλέα , ἀρισφαλής very slippery masc/fem acc sg (epic ionic) ἀρισφαλέϊ , ἀρισφαλής very slippery dat sg (epic) ἀρισφαλέε , ἀρισφαλής very slippery masc/fem/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… … Dictionary of Greek